Translate

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Τέσσερις σελίδες σκονισμένου ημερολογίου


27 Σεπτεμβρίου, βράδυ

  Άδειες και πάλι οι σελίδες μου. Το σάβανο της ανύπαρκτης έμπνευσης με τυλίγει και εκ νέου. Μουδιασμένος μπροστά στο λευκό χαρτί, έπαψα πια να εκλιπαρώ. Καμία λέξη αντάξια δε μου έρχεται από την μπαρουταποθήκη του μυαλού μου. Λίγο ακόμα οινόπνευμα και θα τινάξω τον εαυτό μου στον αιθέρα μιας σφραγισμένης βεβήλωσης. Κανένας δε με ακούει απόψε. Κανένας δε με συμπονά, γιατί δε με καταλαβαίνει. Ένας ανάξιος συγγραφέας είμαι, που προσπαθεί να συμπληρώσει μονάχα, λίγες εκφράσεις ακόμα για να τελειώσω την μαρτυρική πορεία, για την ολοκλήρωση του βιβλίου μου. Όμως η έμπνευση είναι απούσα, το σφίξιμο της αποτυχίας πιο ισχυρό από την προσπάθεια και η απομόνωση από το πλήθος ιδεών, μόνιμη επιτήρηση μελλοθανάτου. Ακόμα και εκείνος που στέκεται μπροστά στην αγχόνη σε κάτι ελπίζει, ίσως στην πιο δυνατή βύθιση της ύπαρξής του. Εγώ, μηδαμινός εκφραστής ανούσιων λόγων σε τι καλύτερο να ελπίζω, παρά στη διαιώνιση μιας παρατεταμένης αγρανάπαυσης;
  Δε σιγουρεύω την έμπνευση από τα τετριμμένα. Κανένα ηλιοβασίλεμα δεν έγινε ανταύγεια στο πνεύμα μου, ώστε να το περιγράψω. Πώς να εμπνευστώ από κάτι που συμβαίνει καθημερινά και αδιάλειπτα, από τότε που ο Θεός ανοιγόκλεισε για πρώτη φορά τα βλέφαρά του; Υποκινούμενος από τη σκληρότητα της αλήθειας, αποδέχομαι τη μοναδική λύση και θα προσπαθήσω να την κατανοήσω. Δεν είμαι κάτι πέρα από αυτό που ήταν όλοι οι άνθρωποι πριν από μένα και θα είναι και οι επόμενοι: Ένα μονάχα σύρσιμο στην ησυχία του απείρου. Εγώ όμως πίστευα πως είμαι κάτι διαφορετικό. Νόμιζα πως είμαι εκείνος που κεντρίζει το πνεύμα του και κάνει τέχνη τις πιο απλές εικόνες, από την κίνηση των φύλλων στην άκρη των κλαδιών, μέχρι την απαλή πρωινή δροσιά που στέκεται λυπημένη πάνω στο γρασίδι. Τελικά είμαι ένας αποτυχημένος. Γιατί δεν είμαι ούτε σπουδαίος, ούτε κάτι το φυσιολογικό. Δε θα επιμείνω άλλο στη σωρό των σκέψεων μου, αφού δε μπορούν να κινηθούν, να διασκορπιστούν από ένα φύσημα που πάλι θα το πω έμπνευση και όχι ανάγκη. Θα κλείσω το τετράδιο μου, όπως το άνοιξα. Κενό, όπως ήταν και η ζωή μου ως τώρα: οδυνηρή, ανέγνωρη και παραληρηματική.



28 Σεπτεμβρίου, ξημερώματα

  Κοιτώ από το μικρό παράθυρό μου. Ακόμα το σκοτάδι αναπαύει το φως. Μάλλον το φως αναπαύεται στο σκοτάδι. Η σύνδεση τους είναι ένας κρίκος που μετακινεί τα φαινόμενα και ζωντανεύει το θάρρος για τα μεγάλα.
  Πέντε ημέρες δεν έχω πιει καθόλου αλκοόλ. Δε βρίσκω την ηρεμία που μου έδινε. Αλλά δε ζητώ πια την ηρεμία, αλλά την έμπνευση. Η ζάλη του απλά είναι μια απόπειρα προς το συμβιβασμό που μονάχα μπλέκει την αλυσίδα. Δεν το αφορίζω όμως. Σίγουρα θα το χρειαστώ. Τώρα όμως οι αυλακώσεις του υγρού του δε λιώνει την ψυχή μου σε πολύτιμο μέταλλο.  
  Αποκοιμήθηκε το συναίσθημά μου σε σιδερένιο στρώμα. Παγώνω στην όψη του τίποτα όμως το διαχειρίζομαι προς την καταστροφή μου. Πού είσαι, ω άγνωστη ακόμα σε εμένα να μου μεταδώσεις τη φλογερή ανάσα σου; Πού είναι το χέρι σου να πιάσει το δικό μου και να το οδηγήσει με ασφάλεια στο χλωμό χαρτί που με καρτερά άφωνο και βασανιστικό; Ποιους δρόμους πρέπει να διαβώ για να σε βρω; Αιχμαλώτισα το μυστήριο σε όλα τα πρόσωπα που έχω δει ως τώρα και αυτό το μυστήριο παραμένει δυσδιάλυτο.
  Κι αν δεν είσαι άγνωστη; Αν σε έχω γνωρίσει και σε έχασα, προτού ακόμα σε κατακτήσω; Αυτή θα είναι η ειρωνεία που θα με κατατρέχει με ορμή, ωσότου εκμηδενίσω τα πάντα στη θυσία ενός ακυμάτιστου θριάμβου. Θα παραμείνω σιωπηλός, χωρίς ελπίδα, χωρίς προσευχή. Αφού δε μπορώ να δράσω, αφού κανένα ανδρείκελο μιας μούσας δε μου απαλύνει την αδράνεια της έμπνευσης. Έτσι πεθαίνω και πάλι, όπως πέθαινα και χθες, σε κάθε χθες για κάθε μέρα.


28 Σεπτεμβρίου, απόγευμα

  Σκορπισμένες εικόνες, ψηφιδωτές αποκλίσεις σε μία έκταση καταστροφής.
 
  Κοιμήθηκα λίγες ώρες το πρωί. Ακόμα και τώρα νιώθω τους βολβούς των ματιών μου να βαραίνουν από τα όνειρα που είδα. Όλα όνειρα ασχηματοποίητα και άσχημα. Κανένα σημάδι στην ίριδα για κάτι διαφορετικό. Ιχνηλατώ τις λεπτές επιφάνειες των χρωμάτων, όμως ο ύπνος μου παραμένει άνυδρος και η λεπτή άμμος της ερήμου ανακατεμένη με τον άνεμο, θερίζει τους πόρους του δέρματός μου. Αφού κι ο ύπνος μου μακιγιάρεται σαν κατήγορος, τότε πρέπει να επιβάλλω στον εαυτό μου την παντοτινή μετάλλαξη: Ήμουν χώμα, ας γίνω χώμα.



29 Σεπτεμβρίου, νύχτα

  Έχω δύο θέλγητρα μπροστά μου. Η λευκή σελίδα που αναμένει το κάρβουνο σε μια πορεία έμπνευσης, αδιαχώρητης από το πλέγμα τους πλήθους των λέξεων, που κεντράρεται με το νου κι ένα γεμάτο μπουκάλι αλκοόλ σφραγισμένο από τα λιπαρά προϊόντα της ατμόσφαιρας. Να μπορούσα να ανακατέψω την έμπνευση με το αλκοόλ! Το αλκοόλ θα λιγόστευε τους βαθμούς του και η ζύμωση θα εκχύλιζε το απόσταγμα σε δρύινες εκφράσεις και ευθύς θα το έλεγα έμπνευση.
  Όμως τελικά η έμπνευση είναι το παραμύθι της τέχνης. Όπως το αλκοόλ είναι η παραμυθία των καλλιτεχνών. Απόψε δε θα γευτώ τίποτα από τα δύο. Θα γευματίσω χτυπώντας το κεφάλι μου στους τοίχους. Εκεί, θα βρω το απομεινάρι μιας πλαστής καύτρας, που έλιωσε το κερί μου, πριν το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης.   
  

    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου